Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλλίπαις ς

См. также в других словарях:

  • καλλίπαις — καλλίπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ») 2. ωραίο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό παις, ελευθερό παις] …   Dictionary of Greek

  • καλλίπαις — with beautiful children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδα — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδας — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδι — καλλίπαις with beautiful children masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδος — καλλίπαις with beautiful children masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿԱՄԱՆՈՒԿ — (նկունք.) NBH 1 0538 Chronological Sequence: 13c ա.գ. Որ ունի մանկունս գեղեցիկս. եւ Մանուկ գեղեցիկ. որպէս յն. καλλίπαις *Գեղեցկամանկունս եւ շատակեացս ստասցի. Վրդն. թուոց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»